ὑποκρινόμενος

ὑποκρινόμενος
ὑποκρῑνόμενος , ὑποκρίνομαι
separate gradually
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • осоудитисѧ — ОСОУ|ДИТИСѦ (96), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ гл. Страд. к осѹдити. 1.В 1 знач.: аште б҃а дѣлѧ ‹въспро›си(ть) и не велича˫а||сѧ дасть не осѹдитьсѧ (οὐ κατακέκριται) Изб 1076, 192–193; аще еп(с)пъ отъ прѣдѣлъ донатьскыихъ къ съборьнѣи обратить. не осѹдитьсѧ о… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εθελαπάτη — η η εκούσια απάτη, το να εξαπατάται κανείς υποκρινόμενος ότι δεν τό αντιλαμβάνεται …   Dictionary of Greek

  • υποκρίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποκρίνω ΜΑ [κρίνω, ομαι] 1. παριστάνω πρόσωπο σε θεατρικό έργο, υποδύομαι έναν ρόλο («Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους πολλάκις μὲν Θεόδωρος... ὑποκέκριται», Δημοσθ.) 2. προσποιούμαι (α. «υποκρίθηκε ότι δεν συμβαίνει τίποτε» β. «μηδὲ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”